- παρατραγωδος
- παρατράγῳδοςπαρα-τράγῳδος2несколько или не в меру трагедийный, исполненный фальшивого трагизма
(λέξις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέξις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρατράγωδος — ον, Α 1. ο άκαιρα, υπερβολικά, πέρα από το μέτρο τραγικός 2. συνεκδ. πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τραγῳδός] … Dictionary of Greek
παρατράγῳδον — παρατράγῳδος pseudo tragic masc/fem acc sg παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατράγῳδα — παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατραγωδώ — έω, Α [παρατράγῳδος] μιλώ, διηγούμαι κάτι όπως οι τραγικοί, μιμούμαι το τραγικό ύφος … Dictionary of Greek